σώσμα

σώσμα
το
το τελευταίο κρασί του βαρελιού, το απόσωσμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σώσμα — (I) τὸ, Μ [σῴζω] 1. ανάρρωση, απαλλαγή από ασθένεια 2. σωτηρία από αμαρτία. (II) το, Ν [σώνω (Ι)] απομεινάρι, η τελευταία ποσότητα τού κρασιού από το βαρέλι …   Dictionary of Greek

  • κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”